ουρικόλυση

ουρικόλυση
η
φυσιολ. καταστροφή τών ουρικών αλάτων στον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uricolysis (< ουρικό οξύ + λύση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουρικολυτικός — ή, ό [ουρικόλυση] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρικόλυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”